διασωθέντα

διασωθέντα
διασῴζω
preserve through
aor part pass neut nom/voc/acc pl
διασῴζω
preserve through
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • Αλίαρτος — I Γιος του Θέρσανδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κορωνού και του Προίτου. Έχτισε την πόλη Αλίαρτο στη Βοιωτία, ενώ ο αδελφός του Κορωνός ίδρυσε την Κορώνεια. II Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, στον δρόμο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κούριον — Αρχαία πόλη της Κύπρου, 16 χλμ. Δ της Λεμεσού, σήμερα γνωστή με την ίδια ονομασία και μερικώς αναστηλωμένη. Χτισμένη στους προϊστορικούς χρόνους (ίσως τον 14o αι. π.Χ.) από Αχαιούς, κοντά στη θάλασσα και επάνω σε βραχώδες ύψωμα, απρόσβλητο από… …   Dictionary of Greek

  • Κρατίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (περ. 520 – 423; π.Χ.). Θεωρείται ο δημιουργός της πολιτικής σάτιρας. Έχουν σωθεί αξιόλογα αποσπάσματα 24 κωμωδιών του, ενώ είναι γνωστοί οι τίτλοι 28 έργων του. Υποστήριζε το… …   Dictionary of Greek

  • Λάχαρης — (5ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους αξιόλογους Έλληνες ρήτορες. Στο λεξικό της Σούδας αναφέρονται διάφορα έργα του, από τα οποία το πιο αξιόλογο τιτλοφορείται Περί κώλου και κόμματος και… …   Dictionary of Greek

  • Μόσταρτ, Γιαν — (Jan Mostaert, Χάρλεμ περ. 1475 – 1555/56). Ολλανδός ζωγράφος. Διετέλεσε για 18 συνεχή χρόνια ζωγράφος στην αυλή της Μαργαρίτας της Αυστρίας. Συγκαταλέγεται στην κατηγορία των Ολλανδών ζωγράφων, που φιλοτέχνησαν τα έργα τους, ακολουθώντας την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”